- ἐπικοίμησιν
- ἐπικοίμησιςsleepingfem acc sgἐπικοιμάομαιfall asleep afterpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικοίμησις — ἐπικοίμησις, ἡ (Α) [επικοιμώμαι] το να κοιμάται κανείς πάνω σε ένα μέλος τού σώματος, δηλ. να τό πιέζει με το σώμα του («ἢν δὲ οὖς κατεαγῇ... τὴν ἐπικοίμησιν φυλάττεσθαι», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek